ἐπικερδῆ

ἐπικερδῆ
ἐπικερδής
profitable
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἐπικερδής
profitable
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἐπικερδής
profitable
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • επικερδής — ές (Α ἐπικερδής) αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής («επικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.) αρχ. (για τον κερδώο Ερμή) προστάτης τού εμπορίου, τού κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • λοβιτούρα — η 1. απάτη ή παρασκηνιακή ενέργεια που αποβλέπει στην ανάληψη κρατικής ή άλλης προμήθειας ή σε επικερδή επίλυση προσωπικής υπόθεσης ή σε παράνομο κέρδος 2. το κέρδος που πετυχαίνεται με τέτοιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. lovitură «χτύπημα»] …   Dictionary of Greek

  • μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… …   Dictionary of Greek

  • προσοδοφόρος — α, ο, Ν αυτός που αποφέρει προσόδους, κέρδη, επικερδής, κερδοφόρος (α. «προσοδοφόρο κτήμα» β. προσοδοφόρα τέχνη»). επίρρ... προσοδοφόρως και προσοδοφόρα Ν με προσοδοφόρο, με επικερδή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσοδος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοχοώ — έω, Α [χρυσοχόος] 1. είμαι χρυσοχόος, ασκώ την τέχνη τής κατεργασίας τού χρυσού 2. λειώνω χρυσοφόρο ορυκτό για να βγάλω χρυσό 3. παροιμ. φρ. «τὸ χρυσοχοεῑν» λεγόταν για κάποιον που αποτύγχανε σε μια επιχείρηση την οποία θεωρούσε πολύ επικερδή,… …   Dictionary of Greek

  • Κόχραν, Τόμας Αλεξάντερ — (Thomas Alexander Cochrane, Άνσφιλντ 1775 – 1860). Άγγλος ναύαρχος. Κατατάχθηκε σε ηλικία 18 ετών στο βρετανικό ναυτικό και διακρίθηκε για τις ικανότητες και τη γενναιότητά του. Στα πρώτα του κατορθώματα συγκαταλέγεται η δίωξη της πειρατείας στη… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”